Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀ δήμου

См. также в других словарях:

  • Δήμου, Νίκος — (Αθήνα 1935 –). Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Σπούδασε φιλοσοφία και αγγλική φιλολογία στο πανεπιστήμιο του Μονάχου την περίοδο 1954 60. Έχει γράψει πολλά βιβλία, πεζά, ποιήματα, φιλοσοφικές πραγματείες και δοκίμια. Σε πολλά από αυτά, με πιο… …   Dictionary of Greek

  • Δήμου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ανδρέας. Καταγόταν από την Ύδρα. Ως υποπλοίαρχος πήρε μέρος σε πολλές ναυτικές επιχειρήσεις. Αναφέρεται και με το επώνυμο Κυριακόπουλος. 2. Βασίλειος. Καταγόταν από τον Βάλτο. Πολέμησε στην Άρτα, στο Μεσολόγγι, στο… …   Dictionary of Greek

  • Δημοῦ — Δημώ fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημοῦ — δημόομαι sing a popular song pres imperat mp 2nd sg δημόομαι sing a popular song imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) δημός fat masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δήμου — Δῆμος district masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δήμου — δή̱μου , δῆμος district masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Σπαθάρειο Θεάτρου Σκιών Δήμου Αμαρουσίου — Εγκαινιάστηκε τον Ιούνιο του 1995 σ’ ένα νεοκλασικό κτίριο στο Μαρούσι (Βασιλίσσης Σοφίας & Δημητρίου Ράλλη), στην ίδια πλατεία (Κασταλίας) όπου το 1942 ξεκίνησε την καριέρα του ως καραγκιοζοπαίχτης ο Ευγένιος Σπαθάρης. Είναι ένα μουσείο μοναδικό …   Dictionary of Greek

  • εκκλησία του δήμου — Στην ελληνική αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι οι λαϊκές συνελεύσεις, που αποτελούσαν το ανώτατο όργανο άσκησης της εξουσίας στη δημοκρατική πολιτεία. Στην ε. του δ. συμμετείχαν, με δικαίωμα λόγου και ψήφου, όλοι οι πολίτες –οι ελεύθεροι από πατέρα… …   Dictionary of Greek

  • Δημούχοις — Δημού̱χοις , Δημοῦχος protectors masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημούχοις — δημού̱χοις , δημοῦχος protectors masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δημούχους — Δημού̱χους , Δημοῦχος protectors masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»